εύκολος

εύκολος
η, р [ος , ον ]
1) лёгкий, нетрудный;

εύκολο ανάγνωσμα — лёгкое чтение; — чтиво (разг );

2) покладистый, сговорчивый; уступчивый; уживчивый; мягкий, лёгкий (о человеке);
3) доступный, податливый (о женщине)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εύκολος" в других словарях:

  • εὔκολος — easily satisfied masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύκολος — η, ο (ΑΜ εὔκολος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, χωρίς κόπο, ο ευκατόρθωτος («δεν είναι εύκολο πράμα») 2. (για πρόσ.) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος (α. «ὁ δ εὔκολος… …   Dictionary of Greek

  • εύκολος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που γίνεται χωρίς κόπο μεγάλο: Εύκολη δουλειά. 2. ο εύπειστος, ο καλόβολος, ο μαλακός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐκολώτερον — εὔκολος easily satisfied masc acc comp sg εὔκολος easily satisfied neut nom/voc/acc comp sg εὔκολος easily satisfied adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκολωτάτων — εὔκολος easily satisfied fem gen superl pl εὔκολος easily satisfied masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκολωτέρων — εὔκολος easily satisfied fem gen comp pl εὔκολος easily satisfied masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκολώτατα — εὔκολος easily satisfied adverbial superl εὔκολος easily satisfied neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκολώτατον — εὔκολος easily satisfied masc acc superl sg εὔκολος easily satisfied neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκόλως — εὔκολος easily satisfied adverbial εὔκολος easily satisfied masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔκολον — εὔκολος easily satisfied masc/fem acc sg εὔκολος easily satisfied neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκολύνω — [εύκολος] 1. καθιστώ κάτι εύκολο 2. παρέχω ευκολίες, βοηθώ, διευκολύνω, ευχεραίνω 3. μέσ. ευκολύνομαι έχω την ευκολία, είμαι σε θέση, μπορώ («δεν ευκολύνομαι να σέ πληρώσω») …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»